Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Τα στοιχειωμένα σπίτια της Αθήνας



Το σπίτι είναι εδώ και πολλά χρόνια εγκαταλελειμμένο. Κανείς από όσους έμειναν δεν κατάφερε να περάσει ζωή φυσιολογική. Οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα υγείας.
Άλλοι πέθαιναν και άλλοι ήταν καταδικασμένοι σε μία ζωή μίζερη.

Το 1952 ένα μωρό δύο ετών παρουσίαζε συμπτώματα άσθματος. 


Οι γονείς του απελπισμένοι και αφού πρώτα είχαν συμβουλευτεί, χωρίς αποτέλεσμα, πολλούς γιατρούς, αποφάσισαν να εμπιστευτούν έναν εξορκιστή. «Κάτω από το σπίτι υπάρχει θαμμένο κάρβουνο. Αυτή είναι η αιτία του κακού. Σκάψτε να το βρείτε». 


Πραγματικά το κάρβουνο βρέθηκε και ύστερα από λίγο καιρό το μωρό θεραπεύτηκε. Δυστυχώς όμως το στοίχειωμα, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί, δεν εξαφανίζεται. 


Απλώς η ενέργεια που είναι συσσωρευμένη και το προκαλεί μετατοπίζεται και επιστρέφει πάλι εκεί απ' όπου ξεκίνησε. Έτσι, λίγα χρόνια αργότερα ο πατέρας, η μητέρα και το μικρό παιδί σκοτώθηκαν ακριβώς έξω από το σπίτι τους. Μία νταλίκα παρέσυρε και τα τρία άτομα.


Μετά το 1952 πολλοί ένοικοι πέρασαν από το συγκεκριμένο σπίτι. Τρεις από αυτούς πέθαναν από καρκίνο. Ο πρώτος το 1961 σε ηλικία 36 ετών, ο δεύτερος το 1973 σε ηλικία 42 χρονών και το 1976 μία γυναίκα ενώ βρισκόταν στα 38 της.


Στις αρχές του 1977 το σπίτι νοικιάστηκε από μία τετραμελή οικογένεια. Τον Ιανουάριο του 1981 αυτή είχε φτάσει σε άθλια κατάσταση. Το ένα μετά το άλλο τα μέλη της έπεφταν στο κρεβάτι. 


Τη λύση έδωσε και πάλι ένας εξορκιστής. Αυτή τη φορά το στοίχειωμα οφειλόταν σε μία κακή γειτόνισσα. Η ζήλια της την είχε οδηγήσει να κρύψει στο υπόγειο τριμμένα οστά νεκρού, για να κάνει κακό στην οικογένεια. Ο εξορκιστής αποκάλυψε στους ανθρώπους την αλήθεια. «Κάποιος σας έχει κάνει μάγια. Δεν θα σας πω ποιος. Το αργότερο σε μία εβδομάδα ο υπεύθυνος για το στοίχειωμα θα είναι νεκρός». Πραγματικά ύστερα από λίγες ημέρες η γειτόνισσα πέθανε εντελώς ξαφνικά, χωρίς ποτέ να καταλάβει κανείς την πραγματική αιτία. Η οικογένεια συνήλθε, όμως μετά δύο χρόνια ο άντρας του σπιτιού πέθανε από καρκίνο.
Από το 1984 στο σπίτι δεν μένει κανείς.

Κολωνός: Αύγουστος 1996
Οι μαρτυρίες για περίεργα φαινόμενα στο συγκεκριμένο σπίτι είναι πολύ συχνές. Οι γείτονες δηλώνουν ότι ακόμα και σήμερα ακούν χαμηλές φωνές από το εσωτερικό του, άλλοτε να συζητούν μεταξύ τους και άλλοτε να βρίζονται. Πολλές φορές έχουν καλέσει την αστυνομία. 


Το αποτέλεσμα πάντα είναι το ίδιο: μόλις πατήσει κάποιος μέσα στο σπίτι, βλέπει έναν τεράστιο χώρο εγκαταλελειμμένο. Το μόνο που βλέπεις με γυμνό μάτι είναι μερικές σκισμένες καρέκλες, απομεινάρια από το παρελθόν. Πολλοί έχουν επισκεφτεί το σπίτι για να δοκιμάσουν την αντοχή τους. Κανείς όμως ποτέ δεν είχε το θάρρος νά το κάνει μόνος του.


Πριν από τρία καλοκαίρια μία παρέα έξι ατόμων αποφάσισε να περάσει μία νύχτα στο σπίτι. Ήθελε να αποδείξει ότι όλα αυτά που ακούγονταν ήταν μόνο ένα πολύ ωραίο παραμύθι. Αν και όλα αρχικά έδειχναν νορμάλ, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν φυσιολογικά. Οι φίλοι έπαιζαν χαρτιά μέσα στο σπίτι προκειμένου να κρύψουν την αμηχανία τους και να περάσουν οι δύσκολες ώρες. Ο χαβαλές κόπηκε απότομα. 


Ένα παράξενο σύρσιμο τους πάγωσε το αίμα. Στη συνέχεια ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει κρύα και τίποτε δεν θύμιζε καλοκαίρι. Μία περίεργη ομίχλη συμπλήρωσε το σκηνικό του τρόμου. 


Η νεανική παρέα είχε ήδη μετανιώσει για την επιλογή της. Φαίνεται πως οι φήμες δεν ήταν και τόσο αβάσιμες. Όσα άκουγαν και δεν τα πίστευαν ήταν μπροστά τους. Μέσα από την ομιχλη φάνηκε μία γυναικεία μορψή. Από μακριά ακούστηκαν γέλια. Οι έξι νέοι κοιτάχτηκαν με τρόμο.

 Η γυναικεία μορφή είχε εξαφανιστεί. Οι πρωταγωνιστές αποφάσισαν να φύγουν αμέσως. Η επόμενη ημέρα τούς βρήκε να διηγούνται με τρόμο την παράξενη εμπειρία στους φίλους τους.

Οι γείτονες, που είχαν ακούσει τις φήμες, δεν παραξενεύτηκαν. Όσοι πάλι θεωρούσαν την ιστορία του σπιτιού παραμύθι για παιδιά άρχισαν να το ξανασκέφτονται. Κανείς δεν τόλμησε να ρισκάρει ξανά. Το σπίτι παραμένει από τότε χωρίς επισκέπτη. Φωνές ακούγονται ακόμη κατά διαστήματα, για να θυμίζουν σε όλους ότι η είσοδος απαγορεύεται.

Ακαδημία Πλάτωνος: Δεκέμβριος 1998
Παράξενες οπτασίες, νεκρές γυναίκες με πλούσια φορέματα, κραυγές. Το σππι στην Ακαδημία Πλάτωνος έχει στοιχειώσει εδώ και πολλά χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του '90 οι γείτονες άκουγαν τα παραθυρόφυλλα να χτυπούν χωρίς να μπορούν να δώσουν καμία εξήγηση. «Είναι κλειδωμένα από μέσα. Δεν είναι λογικό», έλεγαν στην αρχή, Άλλες φορές ακούγονταν βήματα μέσα από το σππι. Στα δύο δωμότιά του όμως υπήρχαν μόνο ένα ξύλινο μισοσπασμένο τραπέζι, μία παλιό σόμπα και μερικά ρούχα, που είχαν ξεχάσει οι τελευταίοι ένοικοι. Πολλοί το είχαν επισκεφτεί, αλλά κανείς δεν είχε δώσει μια πειστική εξήγηση- κανείς δεν τόλμησε να πάρει έστω και ένα από τα ρούχα.


Δύο πιτσιρικάδες πήραν το ρίσκο να δοκιμόσουν την τύχη τους. Κίνητρό τους, να αποδείξουν στους φίλους τους ότι δεν κωλώνουν. Οι ώρες περνούσαν βαρετά. Ξαφνικά άκουσαν τους πρώτους θορύβους. Ήταν όμως αποφασισμένοι να μην Kάνoυν, πίσω. Μπροστά τους εμφανίστηκε μια λευκή οπτασία με τη μορφή ενός στρατιώτη. «Είμαι δεμένος. Σας παρακαλώ, ελευθερώστε με. Η κυρία με το πορτοκαλί φόρεμα μου έχει κάνει μάγια». 


Οι πιτσιρικάδες έμειναν κόκαλο. Η φωνή από το στόμα τους δεν έβγαινε. Ο στρατιώτης επανέλαβε τη φρόση του, εκλιπαρώντας για βοήθεια. Τότε εμφανίστηκε η κυρία με το πορτοκαλί φόρεμα: «φύγετε αμέσως», διέταξε τα παιδιά και οι δύο μορφές εξαφανίστηκαν. Τα πόδια των δύο παιδιών είχαν καρφωθεί στη θέση τους. Το μυαλό τους δεν μπορούσε να χωρέσει αυτό που είχαν δει. 


Η επιχείρησή τoυς όμως δεν σταμάτησε εκεί. Ήθελαν να ξαναπάνε την επόμενη μέρα για να τραβήξουν φωτογραφία, να αποδείξουν την τόλμη τους και να εκμεταλλευτούν το θέμα. Η επόμενη ημέρα έμοιαζε ατελείωτη. Ξεκίνησαν έχοντας πάρει μαζί τους και τις φωτογραφικές μηχανές για να απαθανατίσουν τις οπτασίες, αν φυσικό αυτές εμφανίζονταν και πάλι. Η οπτασία με τη μορφή του στρατιώτη φάνηκε ξανά. Ήταν δεμένος με αλυσίδες. 


Ο ένας πιτσιρικός τράβηξε αμέσως τη μηχανή του και άρχισε να φωτογραφίζει. Ο φαντάρος εξαφανίστηκε και οι δύο νεαροι έφυγαν, σίγουροι ότι κρατούν στα χέρια τους το κλειδί του μυστηρίου. Τα φιλμ για εμφάνιση και οι ημέρες της αναμονής, ατελείωτες. Τα αποτελέσματα όμως δεν ήταν αυτό που περίμεναν τα δύο αγόρια. Οι φωτογραφίες έδειξαν μόνο το εσωτερικό του σπιτιού, χωρίς σ' αυτές να υπάρχει η μορφή του στρατιώτη. Στο πρώτο σοκ είχε προστεθεί ένα δεύτερο, πολύ μεγαλύτερο. Οι δύο νεαροί άρχισαν να σκέφτονται μήπως έπεσαν απλώς θύματα κάποιου που προσπάθησε να παίξει μαζί τους. Στο μεταξύ είχαν προλάβει να πουν την εμπειρία τους στους υπόλοιπους φίλους τους αλλά και στους γείτονες. Το πρωί της επόμενης ημέρας οι γείτονες άκουσαν και πόλl κάποιον να περπατά στο ερειπωμένο σπίτι. Όταν μπήκαν μέσα, είδαν το γνωστό άδειο σππι. Μέσα υπήρχαν μόνο το τραπέζι, η σόμπα και τα παλιά ρούχα.
Το μυστήριο δεν λύθηκε ποτέ. Κι ας ορκίζονται οι δύο φίλοι πως συνομίλησαν μ' έναν αλυσοδεμένο φαντάρο και μία αυταρχική κυρία με πορτοκαλί φόρεμα.

Κολωνός: Ιούλιος 1975
Όταν ακόμα το σπίτι ήταν κατοικήσιμο, οι ένοικοι υποστήριζαν ότι ένα φάντασμα εμφανιζόταν κόθε μέρα την ίδια ώρα. Αυτό υποστήριζε ότι ήταν ο προηγούμενος κάτοικος του σπιτιού ο οποίος είχε αυτοκτονήσει και δεν θάφτηκε ποτέ. Εμφανιζόταν στο σπίτι πάντα στις 9.20 μ.μ., την ώρα της αυτοκτονίας. Την πρώτη φορά που η οικοδέσποινα ένιωσε την παρουσία του, κατάλαβε τι σημαίνει supernatural.


Έπλενε τα πιάτα, όταν άκουσε τη φωνή να της μιλάει. Αντίκρισέ πίσω της έναν άντρα ντυμένο στα λευκά και ούρλιαξε από τρόμο. Ο άντρας φανέρωσε την ταυτότητά του. «Μένετε στο δικό μου σπίτι. θα εμφανίζομαι κάθε βρόδυ την ίδια ώρα, μέχρι να φύγετε», της είπε και εξαφανίστηκε.
Περίμενε να επιστρέψει ο άντρας της στο σπίτι για να του πει όσα έζησε. Φυσικά, ο σύζυγος δεν πίστεψε κουβέντα. «Προσπάθησε να ηρεμήσεις. Αυτό που λες δεν γίνονται. ΈΧεις επηρεαστεί απ' αυτό που λένε οι γείτονες». 


Την επομένη στις 9.20 το βράδυ ένιωσε κι αυτός την ίδια παρουσία μέσα στο σπίτι του. Μόλις εμφανίστηκε, όλα στο σπίτι πάγωσαν. Η θερμοκρασία είχε πέσει κατακόρυφα από τη μια στιγμή στην άλλη. Η φωνή του λευκοντυμένου επαναλάμβανε: "Φύγετε αμέσως. Αλλιώς θα πάθετε μεγάλο κακό». Στη συνέχεια το σπίτι γέμισε παντού νερό. Τα χαλιά, τα κρεβάτια, τα έπιπλα ήταν όλα υγρά. Μέσα σε δευτερόλεπτα όλα είχαν γυρίσει στη φυσιολογική τους μορφή.


Για κάποιο διάστημα οι δύο ένοικοι απέφευγαν να βρίσκονται σπίτι τους στις 9.20 μ.μ. Πίστευαν ότι έτσι θα ξεπερνούσαν το φόβο τους και θα ανάγκαζαν το φάντασμα να εξαφανιστεί. Δυστυχώς, η πρώτη ημέρα της επιστροφής τους δεν έκρυβε εκπλήξεις. Ο νεκρός δήλωνε και πάλι την παρουσία του την ίδια ώρα. "Το σππι είναι στοιχειωμένο. Οι ζωντανοί δεν έχουν θέση εδώ», ήταν τα λόγια του.
Ύστερα από λίγες ημέρες το ζευγάρι εγκατέλειψε το σπίτι.
Στα επόμενα χρόνια πολλοί ένοικοι πέρασαν από το σπίτι. Όλοι όμως έφευγαν χωρίς να θέλουν να δώσουν κόποια εξήγηση γι' αυτό. Το 1985 το σπίτι εγκαταλείφθηκε. Οι τελευταίοι κάτοικοι αποκάλυψαν στους γείτονες ότι κάθε βράδυ συνέβαιναν περίεργα φαινόμενα.
Ένας από αυτούς επανέλαβε την Ιστορία με την εμφάνιση κάποιου στις 9.20 κάθε βράδυ. Αυτός απαιτούσε να φύγουν από το σπίτι οι κάτοικοί του. Τελικά η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα.

Κολωνός: Μάιος 1997
Η ιστορία του σπιτιού μοιάζει με αυτές πολλών ελληνικών οικογενειών. Μόνο που το φινάλε ήταν απρόοπτο. Ο ένοικος ζήλευε παθολογικά τη γυναίκα του. Πίστευε ότι τον απατούσε. Οι γείτονες είχαν να λένε για τους καθημερινούς καβγάδες τους. Σε μια από τις πολλές κρίσεις του ο psycho σύζυγος σκότωσε και στη συνέχεια τεμάχισε τη γυναίκα του. Μόνο που δεν ήθελε να ομολογήσει την πράξη του. Τα κομμάτια της βρέθηκαν ύστερα από πολύ καιρό στο υπόγειο του σπιτιού -το κακό είχε ήδη γίνει. 


Ο αφύσίκος θάνατος της γυναίκας και το γεγονός ότι δεν θάφτηκε προκάλεσαν το στοίχειωμα του σπιτιού.


Το Μάιο του 1997 η οικοδέσποινα άρχισε να ισχυρίζεται ότι έβλεπε συνεχώς πράγματα να κινούνται μόνα τους. Από μικρά αντικείμενα μέχρι έπιπλα. Αποφάσισε να συμβουλευτεί ένα γιατρό. «Ολα αυτά τα φαινόμενα είναι εντελώς υποκειμενικά και συμβαίνουν σε στιγμές μεγάλης έντασης ή κόπωσης», υποστήριξε ο γιατρός. Η γυναίκα άκουσε τα λόγια που ήθελε να ακούσει και έμεινε ήσυχη. Ώσπου η δολοφονημένη του παρελθόντος πρόβαλε μπροστά της. 


Η μορφή της ήταν φρικτή, όπως ακριβώς μετά το φόνο της. «Το μόνο που ζητάω είναι να βρω την ηρεμία μου. θέλω να καλέσεις έναν παπά για να κάνει τρισάγιο». Στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Η γυναίκα συγκλονίστηκε και έψαξε να βρει την αλήθεια.


Έμαθε από τους γείτονες την ιστορία για τους καβγάδες, το φόνο και τον τεμαχισμό και έκανε πραγματικότητα την επιθυμία της νεκρής. Ζήτησε από έναν παπά να κάνει τρισάγιο. Του είπε όσα της είχαν τύχει. Αυτός την άκουσε με προσοχή, αλλά κράτησε και τις επιφυλάξεις του. Την ώρα που γινόταν το τρισάγιο στο σπίτι ακούστηκε μία φωνή: «Σε ευχαριστώ πολύ». Τα παράξενα φαινόμενα σταμάτησαν απότομα. Η περίπτωση αυτή είναι ίσως η μοναδική που υπόρχει μαρτυρία ότι το στοίχειωμα ξορκίστηκε.


πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου